- ἀχρειότατος
- ἀχρεῖοςuselessmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμμίαρος — ο (ΑΜ παμμίαρος, ον) παρά πολύ μιαρός, μιαρότατος, αχρειότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μιαρός] … Dictionary of Greek
φαυλεπίφαυλος — η, ο / φαυλεπίφαυλος, η, ον, ΝΜΑ ο υπερβολικά φαύλος, αχρειότατος, πανάθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ἐπί + φαῦλος] … Dictionary of Greek
φαυλεπίφαυλος — η, ο ο υπερβολικά φαύλος (βλ. λ.), φαυλότατος, αχρειότατος, πανάθλιος: Όλοι τον αποφεύγουν· είναι φαυλεπίφαυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)